προφέρεται

προφέρεται
προφέρω
bring before
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αλ ή ελ — Το μοναδικό άρθρο του αραβικού αλφαβήτου που χρησιμοποιείται για όλα τα γένη και όλους τους αριθμούς. Προφέρεται αλ ή ελ ανάλογα με το φωνήεν που ακολουθεί. Όταν βρίσκεται μπροστά από λέξη που αρχίζει από σύμφωνο σεμσιγέ (ηλιακό), τότε το λάμδα… …   Dictionary of Greek

  • κακοπρόφερτος — η, ο 1. αυτός που δεν προφέρεται καλά 2. αυτός που προφέρεται δύσκολα, δυσκολοπρόφερτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακά) + προφέρω. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Χαρ. Μαγδάνη] …   Dictionary of Greek

  • Γ, γ — Το τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Αντιστοιχεί με το φοινικικό γίμμελ και στις πιο αρχαίες ελληνικές επιγραφές και στην ετρουσκική προσαρμογή του είχε το σχήμα . Με τη μεταρρύθμιση του αλφαβήτου την εποχή του άρχοντα της Αθήνας Ευκλείδη… …   Dictionary of Greek

  • ανεκφώνητος — η, ο (AM ἀνεκφώνητος, ον) αυτός που δεν προφέρεται, «γράμματα ανεκφώνητα» όπως το υπογεγραμμένο ( ι ) νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει εκφωνηθεί, δεν έχει απαγγελθεί 2. (Νομ.) υπόθεση που δεν έφθασε στο στάδιο εκδίκασης ενώπιον του δικαστηρίου με… …   Dictionary of Greek

  • αφομοίωση — Ο όρος α. σημαίνει γενικά το αποτέλεσμα του αφομοιώ και του αφομοιούμαι, δηλαδή το να γίνεται κάτι όμοιο με κάποιο άλλο. (Γλωσσολ.) Γλωσσικό φαινόμενο κατά το οποίο κάποιος φθόγγος μιας λέξης εξομοιώνεται με τον γειτονικό του. Η αιτία του… …   Dictionary of Greek

  • βαρύστομος — βαρύστομος, ον (AM) αυτός που δυσκολεύεται στην ομιλία, βραδύγλωσσος αρχ. 1. εκείνος που εκστομίζει βαριά λόγια 2. αυτός που προφέρεται δύσκολα 3. (για όπλο) εκείνος που κόβει βαθιά …   Dictionary of Greek

  • γωνιαίος — α, ο (AM γωνιαῑος, α, ον) [γωνία] 1. αυτός που έχει γωνίες 2. αυτός που βρίσκεται σε γωνία αρχ. φρ. «γωνιαῑον ῥῆμα» λέξη που προφέρεται δύσκολα …   Dictionary of Greek

  • δασύς — εία, ύ και δασός, ιά, ό (AM δασύς, εῑα, ύ) 1. 1. τριχωτός, μαλλιαρός 2. πυκνός 3. (για φυτά) πυκνόφυλλος, φουντωτός 4. (για τόπους) θαμνώδης, με πυκνή βλάστηση 5. (για φθόγγους και λέξεις) αυτός που προφέρεται και γράφεται με δασύ πνεύμα, με… …   Dictionary of Greek

  • δυσέκφορος — δυσέκφορος, ον και δυσεκφόρητος, ον (Α) αυτός που δύσκολα προφέρεται …   Dictionary of Greek

  • δυσπρόφερτος — η, ο (για γλώσσα, λέξη, φθόγγο) αυτός που προφέρεται με δυσκολία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”